Κορυβαντισμός

Κορυβαντισμός
Κορυβαντισμός
purification by Corybantic rites
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορυβαντισμός — (Α) [κορυβαντίζω] 1. κάθαρση, εξαγνισμός με κορυβάντειες τελετές 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάθαρσις μανίας» 3. ενθουσιασμός, φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων …   Dictionary of Greek

  • Κορυβαντισμοί — Κορυβαντισμός purification by Corybantic rites masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυβαντιασμός — και κορυβαντισμός, ὁ (Α) [κορυβαντιώ] φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων («αὐλός... οἷον ἔκφρονας καὶ κορυβαντιασμοῡ πλήρεις ἀποτελεῑ», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”